λειριόεις

λειριόεις
λειριόεις
like a lily
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λειριόεις — λειριόεις, εσσα, εν (Α) [λείριον] 1. αυτός που μοιάζει με κρίνο ως προς το χρώμα, λευκός σαν το κρίνο 2. μτφ. τρυφερός, απαλός («Εσπερίδες λειριόεσσαι», Κόιντ.) 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («λειριόεντα κάρη» τα άνθη τού κρίνου, τα… …   Dictionary of Greek

  • λειριόεν — λειριόεις like a lily masc voc sg λειριόεις like a lily neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειριόεντα — λειριόεις like a lily neut nom/voc/acc pl λειριόεις like a lily masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειριοέσσης — λειριόεις like a lily fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειριοέσσῃ — λειριόεις like a lily fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειριόεντι — λειριόεις like a lily masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειριόεσσα — λειριόεις like a lily fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειριόεσσαι — λειριόεις like a lily fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειριόεσσαν — λειριόεις like a lily fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείριο — Βλ. λ. κρίνο. * * * το (Α λείριον) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας λιλιίδες, κν. κρίνος αρχ. το φυτό νάρκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο το λείριον όσο και το λατ. lilium, με την ίδια σημ., είναι δάνειες λ. από γλώσσα τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”